- Πελασγός
- Πελασγός1 pelasgian, from Thessalian Pelasgiotis. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο (Meineke: ἀπέλαστον codd.) *fr. 107a. 1.*
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Πελασγός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγός — ο, ΝΑ 1. στον πληθ. οι Πελασγοί α) περιληπτική ονομασία που χρησιμοποίησαν οι μεταγενέστεροι κυρίως αρχαίοι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή το μέγιστο τμήμα τών Προελλήνων β) στον Όμηρο μνημονεύονται ως σύμμαχοι τών Τρώων 2. γενάρχης και… … Dictionary of Greek
Πελασγοῖς — Πελασγός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγοῖσι — Πελασγός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγοί — Πελασγός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγοῦ — Πελασγός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγούς — Πελασγός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγέ — Πελασγός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγῶν — Πελασγός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγῷ — Πελασγός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγόν — Πελασγός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)